- μαίευτρα
- τα вознаграждение акушерки, акушёра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαίευτρα — τα (Μ μαίευτρα) η αμοιβή τής μαίας ή τού μαιευτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα τρα (πρβλ. δίδακ τρα, λύ τρα)] … Dictionary of Greek